Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάνω κατόρθωμα

  • 1 подвиг

    подвиг м το ανδραγάθημα, το κατόρθωμα* совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα (или ανδραγάθημα)
    * * *
    м
    το ανδραγάθημα, το κατόρθωμα

    соверши́ть по́двиг — κάνω κατόρθωμα ( или ανδραγάθημα)

    Русско-греческий словарь > подвиг

  • 2 подвиг

    подвиг
    м τό ἀνδραγάθημα, τό κατόρθωμα, ὁ ἄθλος:
    боевой \подвиг τό πολεμικό ἀνδραγάθημα· трудовой \подвиг ὁ ἄθλος δουλείας· совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα

    Русско-новогреческий словарь > подвиг

  • 3 совершить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершнный, βρ: -шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ• πραγματοποιώ•

    совершить подвиг κάνω (επιτελώ) κατόρθωμα•

    совершить ошибку κάνω λάθος•

    совершить путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)•

    совершить преступление διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)•

    совершить богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ).

    2. συνομολογώ, κλείνω•

    совершить сделку κλείνω συμφωνία.

    (δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γίνομαι• πραγματοποιούμαι•

    -лось что-то неожиданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο•

    брако- сочетание -лось ο γάμος έγινε (τελέστηκε)•

    пророчество -лось η προφητεία επαληθεύτηκε•

    похороны -лись вчера η κηδεία έγινε χτες.

    Большой русско-греческий словарь > совершить

См. также в других словарях:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»